- αποκήρυξη
- Ο ελληνικός Αστικός Κώδικας προβλέπει τη διαδικασία με την οποία μπορεί ο σύζυγος να αποκηρύξει το παιδί που γέννησε η σύζυγός του, αποδεικνύοντας ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύλληψης ήταν αδύνατον να έχει συλλάβει από αυτόν. Ο νόμος ενδεικτικά αναφέρει την ανικανότητα ή την αποδημία του. Η α. γίνεται με απόφαση του δικαστηρίου μετά την αγωγή του συζύγου, μέσα σε έναν χρόνο από τότε που ήλθε σε γνώση του το γεγονός του τοκετού. Χάνει το δικαίωμά του, αν έχει αναγνωρίσει το παιδί ως δικό του, οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την τελεσίδικη απόφαση. Αν o σύζυγος πεθάνει πριν περάσει ο χρόνος, η αγωγή μπορεί να γίνει από τους κληρονόμους του. Η α. του παιδιού γυναίκας παντρεμένης από τον σύζυγό της είναι αναγκαία για να μπορεί να το αναγνωρίσει ο πραγματικός (εξώγαμος) πατέρας.
α. ιδεών. Η άρνηση ιδεών ή δοξασιών, πολιτικών, θρησκευτικών, ακόμα και επιστημονικών, που γίνεται ρητά και άμεσα με μια γραπτή ή προφορική δήλωση ή σιωπηρά και έμμεσα με ενέργειες που έχουν σκοπό να κάνουν σαφή αυτή την άρνηση. Η α. των ιδεών μπορεί να γίνει είτε με τη θέληση του ατόμου είτε μετά από εξαναγκασμό. Στην πρώτη περίπτωση διακρίνουμε την α. ως συνέπεια αναθεώρησης των ιδεών του ίδιου του ατόμου ή ως συνέπεια προσαρμογής στα πλαίσια ενός κατεστημένου που είναι αντίθετο σε αυτές τις ιδέες. Στη δεύτερη περίπτωση, έχουμε τη βίαιη α. που συνιστά μια από τις πιο σοβαρές παραβιάσεις της ελευθερίας της προσωπικότητας, και ειδικότερα του σεβασμού των ιδεολογικών πεποιθήσεων του ατόμου. Μια τέτοια παραβίαση, παρότι είναι θεωρητικά καταδικασμένη και απαγορευμένη από τα σύγχρονα δημοκρατικά συντάγματα, δεν είναι άγνωστη στην ιστορία και την πρακτική της σύγχρονης κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
* * *η (AM ἀποκήρυξις, -εως) [αποκηρύσσω]1. απάρνηση, αποκλήρωση τέκνου2. εκκλ. αφορισμός, αναθεματισμόςνεοελλ.1. η απάρνηση από κάποιον αυτών που αποδεχόταν προηγουμένως2. (νομ.) δικαστική πράξη με την οποία ο πατέρας αρνείται την πατρότητα των τέκνων, αποκλήρωσηαρχ.η δημόσια αναγγελία.
Dictionary of Greek. 2013.